- καταπολεμώμαι
- καταπολεμώμαι, καταπολεμήθηκα βλ. πίν. 61
και πρβλ. καταπολεμιέμαι
——————Σημειώσεις:καταπολεμώ, καταπολεμώμαι : παρά το γεγονός ότι προέρχεται από το αρχαίο ρ. πολεμέω, πολεμούμαι, έχει επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε -ώμαι (βλ. π.χ. Χειρόγρ. Ρωξάνης, σελ. 109: καταπολεμάται).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.